- μελισσόφονος
- μελισσόφονος, ὁ (Α)το πτηνό μέροψ, ο μελισσοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ισό-φονος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
νεόφονος — νεόφονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο 2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φόνος (< θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί φονος, μελισσόφονος. Η… … Dictionary of Greek